κουδούνι — το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον) κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό… … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek
παλμικός — ή, ό (Α παλμικός, ή, όν) [παλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις») 2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»… … Dictionary of Greek
παλμώδης — ες (Α παλμώδης, ῶδες) [παλμός] 1. αυτός που μοιάζει με παλμό 2. αυτός που έχει παλμική κίνηση, που χαρακτηρίζεται από παλμούς, παλμικός, γεμάτος παλμούς («παλμώδεις κινήσεις», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «παλμώδη σύμφωνα» τα παλμικά σύμφωνα … Dictionary of Greek