παλμώδη

παλμώδη
παλμώδης
throbbing
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
παλμώδης
throbbing
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
παλμώδης
throbbing
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουδούνι — το (Μ κουδούνι και κουδούνιν και κουδούνιον) κοίλο ορειχάλκινο όργανο με σχήμα κόλουρου κώνου, ανοιχτό από την κάτω πλευρά, το οποίο όταν κρούεται με ένα σφαιροειδές κατασκεύασμα, το γλωσσίδι, που κρέμεται μέσα σ αυτό, αναδίδει παλμώδη μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

  • κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… …   Dictionary of Greek

  • παλμικός — ή, ό (Α παλμικός, ή, όν) [παλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις») 2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»… …   Dictionary of Greek

  • παλμώδης — ες (Α παλμώδης, ῶδες) [παλμός] 1. αυτός που μοιάζει με παλμό 2. αυτός που έχει παλμική κίνηση, που χαρακτηρίζεται από παλμούς, παλμικός, γεμάτος παλμούς («παλμώδεις κινήσεις», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «παλμώδη σύμφωνα» τα παλμικά σύμφωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”